- σκληροκάρδιος
- -α, -ο / σκληροκάρδιος, -ον, ΝΑαυτός που έχει σκληρή καρδιά, σκληρόκαρδος, σκληρόψυχος, ανάλγητος, άσπλαχνος («ὁ δὲ σκληροκάρδιος οὐ συναντᾷ ἀγαθοῑς», ΠΔ)αρχ.πεισματάρης, ισχυρογνώμονας.[ΕΤΥΜΟΛ. < σκληρός + καρδία + κατάλ. -ιος*].
Dictionary of Greek. 2013.